μοναγρία

μοναγρία
μοναγρία, ἡ (Α)
απομονωμένος αγρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -αγρία (< -αγριος < ἄγριος), πρβλ. θηρ-αγρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μοναγρίᾳ — μοναγρίᾱͅ , μοναγρία solitary field fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναγρίας — μοναγρίᾱς , μοναγρία solitary field fem acc pl μοναγρίᾱς , μοναγρία solitary field fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναγρίαις — μοναγρία solitary field fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάγριον — μονάγριον, τὸ (Α) [μοναγρία] μοναγρία* …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”